- ἡγεμονεῦον
- ἡγεμονεύωlead the waypres part act masc voc sgἡγεμονεύωlead the waypres part act neut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἡγεμόνευον — ἡγεμονεύω lead the way imperf ind act 3rd pl ἡγεμονεύω lead the way imperf ind act 1st sg ἡγεμονεύω lead the way imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) ἡγεμονεύω lead the way imperf ind act 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Греческий — ἵπποι ταί με φέρουσιν, ὅσον τ′ ἐπὶ θυμὸς ἱκάνοι, πέμπον, ἐπεί μ′ ἐς ὁδὸν βῆσαν πολύφημον ἄγουσαι δαίμονος, ἣ κατὰ πάντ′ ἄστη φέρει εἰδότα φῶτα· τῆι φερόμην· τῆι γάρ με πολύφραστοι φέρον ἵπποι ἅρμα τιταίνουσαι, κοῦραι δ′ ὁδὸν ἡγεμόνευον. ἄξων δ′… … Определитель языков мира по письменностям